φρύαγμα: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρύαγμα''': τό, ἰσχυρὸν [[φύσημα]] διὰ τῶν μυκτήρων, [[μάλιστα]] δὲ τὸ ἠχηρὸν [[φύσημα]] τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· [[ἀλλά]], φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. [[φριμάσσομαι]]· ― λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀκόλαστος]] [[τρόπος]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. [[αὐτόθι]] 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. [[πρός]] τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. [[φρυαγμοσέμνακος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φρύαγμα]]· [[ἔπαρσις]], μετεώρισμα, [[ὑπερηφάνεια]]». | |lstext='''φρύαγμα''': τό, ἰσχυρὸν [[φύσημα]] διὰ τῶν μυκτήρων, [[μάλιστα]] δὲ τὸ ἠχηρὸν [[φύσημα]] τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· [[ἀλλά]], φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. [[φριμάσσομαι]]· ― λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀκόλαστος]] [[τρόπος]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. [[αὐτόθι]] 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. [[πρός]] τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. [[φρυαγμοσέμνακος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φρύαγμα]]· [[ἔπαρσις]], μετεώρισμα, [[ὑπερηφάνεια]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> hennissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attitude <i>ou</i> ton d’arrogance, fierté, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[φρυάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A violent snorting, esp. neighing or whinnying of a spirited horse ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχή, EM801.11), ἱππικὰ φ. A.Th.245,475, S.El.717; φ. καὶ φύσημα X.Eq. 11.12; also of a boar, Opp.C.2.457. II metaph., wanton behaviour, insolence, M.Ant.4.48; τὸ ἐπ' ὀφρύσι φ. AP12.101 (Mel.); σοβαρὸν φ. ib.5.17 (Rufin.); τὸ φ. αἴρειν Ael.NA7.12; φ. πρός τινα Luc.Cat.26; φ. ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12, cf. Philostr.Im. 2.2.
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines muthigen Thieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Uebertr., das stolze, übermüthige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26.
Greek (Liddell-Scott)
φρύαγμα: τό, ἰσχυρὸν φύσημα διὰ τῶν μυκτήρων, μάλιστα δὲ τὸ ἠχηρὸν φύσημα τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· ἀλλά, φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. φριμάσσομαι· ― λέγεται ὡσαύτως ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., ἀκόλαστος τρόπος, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. αὐτόθι 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. πρός τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. φρυαγμοσέμνακος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύαγμα· ἔπαρσις, μετεώρισμα, ὑπερηφάνεια».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 hennissement;
2 fig. attitude ou ton d’arrogance, fierté, orgueil.
Étymologie: φρυάσσω.