φυτουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠτουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., [[κηπουρός]], [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· [[οὕτως]], ὁ [[φυτουργός]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[πατήρ]]), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. [[φυτοεργός]].
|lstext='''φῠτουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., [[κηπουρός]], [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· [[οὕτως]], ὁ [[φυτουργός]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[πατήρ]]), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. [[φυτοεργός]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui travaille à la culture des plantes, jardinier;<br /><b>2</b> qui plante ; <i>fig.</i> qui engendre, créateur ; <i>abs.</i> ὁ [[φυτουργός]] père ; <i>en gén.</i> auteur, créateur d’une chose.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτουργός Medium diacritics: φυτουργός Low diacritics: φυτουργός Capitals: ΦΥΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phytourgós Transliteration B: phytourgos Transliteration C: fytourgos Beta Code: futourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A tending plants or trees, φ. δένδρων Secund.Sent.16: as Subst., planter, gardener, φ. ἱεροὶ Ἀπόλλωνος SIG22 (Epist.Darei), cf. APl.4.255, Plu.2.2b.    II metaph., begetting, generating, πατὴρ φ. A.Supp.592 (lyr.); τοῦ φ. πατρός S.OT1482; ὁ φ. (without πατήρ) E.Tr.481; φυτουργὸς Θέτιδος Id.IA949; in later Prose, πατέρα καὶ φ. Jul.Or.2.83a.    2 creator, author, Pl.R.597d.

German (Pape)

[Seite 1320] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – Uebertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτουργός: -όν, (ἔργον) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., κηπουρός, ἀμπελουργός, Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· οὕτως, ὁ φυτουργός (ἄνευ τοῦ πατήρ), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. φυτοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille à la culture des plantes, jardinier;
2 qui plante ; fig. qui engendre, créateur ; abs.φυτουργός père ; en gén. auteur, créateur d’une chose.
Étymologie: φυτόν, ἔργον.