σύμμιγμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α. | |lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A commixture, Plu.2.922a, 955a.
German (Pape)
[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.