Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλόος''': ὁ, κατὰ μεταπλασμ. αἰτ. [[φλόα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 302· συνῃρ. [[φλοῦς]], φλοῦν [[αὐτόθι]] 269, Διοσκ. 3. 164· ([[φλέω]])· ― σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[φλοιός]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 706· [[ὡσαύτως]] τὸ δέρμα (κοινῶς [[ὑποκάμισον]]), [[ὅπερ]] ἀπορρίπτουσιν οἱ ὄφεις, ὁ παλαιὸς αὐτῶν [[χιτών]], λιβηρίς, [[σῦφαρ]], Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[φλοῦς]], Ἰων. ἀντὶ [[φλέως]], Ἡρόδ. 3. 98. ΙΙΙ. τὸ [[ἄνθος]], ἡ [[ἄνθησις]], ἡ [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] φυτοῦ, [[ἀκμή]], Λατ. flos, Ἄρατ. 335.
|lstext='''φλόος''': ὁ, κατὰ μεταπλασμ. αἰτ. [[φλόα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 302· συνῃρ. [[φλοῦς]], φλοῦν [[αὐτόθι]] 269, Διοσκ. 3. 164· ([[φλέω]])· ― σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[φλοιός]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 706· [[ὡσαύτως]] τὸ δέρμα (κοινῶς [[ὑποκάμισον]]), [[ὅπερ]] ἀπορρίπτουσιν οἱ ὄφεις, ὁ παλαιὸς αὐτῶν [[χιτών]], λιβηρίς, [[σῦφαρ]], Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[φλοῦς]], Ἰων. ἀντὶ [[φλέως]], Ἡρόδ. 3. 98. ΙΙΙ. τὸ [[ἄνθος]], ἡ [[ἄνθησις]], ἡ [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] φυτοῦ, [[ἀκμή]], Λατ. flos, Ἄρατ. 335.
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :<br />sorte de roseau <i>ou</i> de jonc, <i>plante</i> ; natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[φλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόος Medium diacritics: φλόος Low diacritics: φλόος Capitals: ΦΛΟΟΣ
Transliteration A: phlóos Transliteration B: phloos Transliteration C: floos Beta Code: flo/os

English (LSJ)

ὁ, metaplast. acc.

   A φλόα Nic.Al.302: contr. φλοῦς PCair.Zen. 229.10 (iii B. C.), BGU1122.17,20 (i B. C.), v.l. in Dsc.3.147: (φλέω):— rarer form of φλοιός, παρθένιός μοι ἔπι φ., of a tree, AP9.706 (Antip.), cf. PCair.Zen. l.c. (iii B. C.).    2 the human skin, Nic. l.c.; also of the slough of serpents, Id.Th.355,392.    II φλους, Ion. for φλέως, Hdt.3.98.    III bloom of a plant, Arat.335, cf. Plu.2.683f.

German (Pape)

[Seite 1293] ὁ, zsgz. φλοῦς, im accus. auch metaplastisch φλόα, Nic. Al. 302, = φλοιός; – 1) Rinde, Schaale der Gewächse. bes. Baumrinde, Borke, Diosc.; – später übrtr. von der Haut der Menschen und Schlangen, Nic. a. a. O. u. Ther. 392. – 2) Blüthe oder übh. blühender, kräftiger Zustand einer Pflanze, Arat. Phaen. 335.

Greek (Liddell-Scott)

φλόος: ὁ, κατὰ μεταπλασμ. αἰτ. φλόα Νικ. Ἀλεξιφ. 302· συνῃρ. φλοῦς, φλοῦν αὐτόθι 269, Διοσκ. 3. 164· (φλέω)· ― σπανιώτερος τύπος τοῦ φλοιός, Ἀνθ. Παλατ. 9. 706· ὡσαύτως τὸ δέρμα (κοινῶς ὑποκάμισον), ὅπερ ἀπορρίπτουσιν οἱ ὄφεις, ὁ παλαιὸς αὐτῶν χιτών, λιβηρίς, σῦφαρ, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. φλοῦς, Ἰων. ἀντὶ φλέως, Ἡρόδ. 3. 98. ΙΙΙ. τὸ ἄνθος, ἡ ἄνθησις, ἡ ὑγιὴς κατάστασις φυτοῦ, ἀκμή, Λατ. flos, Ἄρατ. 335.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
sorte de roseau ou de jonc, plante ; natte de jonc.
Étymologie: φλέω.