συγκρατέω: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κρατῶ [[ὁμοῦ]], ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ [[ὁμοῦ]] στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[ἐνισχύω]], Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ [[ἐντός]], τὸ [[πνεῦμα]] Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.
|lstext='''συγκρᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κρατῶ [[ὁμοῦ]], ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ [[ὁμοῦ]] στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[ἐνισχύω]], Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ [[ἐντός]], τὸ [[πνεῦμα]] Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> contenir ensemble <i>ou</i> solidement;<br /><b>2</b> conserver en soi <i>ou</i> pour soi;<br /><b>3</b> gouverner, conserver.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρατέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτέω Medium diacritics: συγκρατέω Low diacritics: συγκρατέω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: synkratéō Transliteration B: synkrateō Transliteration C: sygkrateo Beta Code: sugkrate/w

English (LSJ)

   A hold together, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Anaximen.2; keep troops together, Plu.Phoc.12.    2 strengthen, τὰ μέλεα Aret.SD1.5.    3 hold in, keep under control, τὸ πνεῦμα D.L.6.76; ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenhalten, festhalten, beherrschen, Plut. Phoc. 12, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κρατῶ ὁμοῦ, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ ὁμοῦ στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) ὑποστηρίζω, ἐνισχύω, Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ ἐντός, τὸ πνεῦμα Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contenir ensemble ou solidement;
2 conserver en soi ou pour soi;
3 gouverner, conserver.
Étymologie: σύν, κρατέω.