συνδιαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαβάλλω''': [[μεταφέρω]], [[διαβιβάζω]] διὰ μέσου τινὸς [[ὁμοῦ]]· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, [[διέρχομαι]] τὸν κόλπον [[ὁμοῦ]], Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, [[διαβάλλω]], συκοφαντῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.
|lstext='''συνδιαβάλλω''': [[μεταφέρω]], [[διαβιβάζω]] διὰ μέσου τινὸς [[ὁμοῦ]]· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, [[διέρχομαι]] τὸν κόλπον [[ὁμοῦ]], Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, [[διαβάλλω]], συκοφαντῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> franchir ensemble;<br /><b>2</b> calomnier, décrier <i>ou</i> accuser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβάλλω Medium diacritics: συνδιαβάλλω Low diacritics: συνδιαβάλλω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: syndiabállō Transliteration B: syndiaballō Transliteration C: syndiavallo Beta Code: sundiaba/llw

English (LSJ)

   A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44.    II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.

French (Bailly abrégé)

1 franchir ensemble;
2 calomnier, décrier ou accuser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβάλλω.