τρῖμμα: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῖμμα''': (οὐχὶ τρίμμα), τό, ([[τρίβω]]) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ [[τρίβων]]· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος [[πανοῦργος]], λέγειν γενήσει [[τρῖμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. [[πόμα]] μετ’ ἀρωμάτων ἢ [[εἶδος]] μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν [[τρῖμμα]]» Ἀθήν. 31Ε· «[[τρῖμμα]] δὲ ἀρωματικὸν [[πόμα]]» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας [[τρῖμμα]] συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πέμματος, Ἡσύχ. ([[πόμα]] Schmidt). IV. = [[τρῖψις]], Ἰω. Νηστευτὴς 1928D. | |lstext='''τρῖμμα''': (οὐχὶ τρίμμα), τό, ([[τρίβω]]) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ [[τρίβων]]· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος [[πανοῦργος]], λέγειν γενήσει [[τρῖμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. [[πόμα]] μετ’ ἀρωμάτων ἢ [[εἶδος]] μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν [[τρῖμμα]]» Ἀθήν. 31Ε· «[[τρῖμμα]] δὲ ἀρωματικὸν [[πόμα]]» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας [[τρῖμμα]] συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πέμματος, Ἡσύχ. ([[πόμα]] Schmidt). IV. = [[τρῖψις]], Ἰω. Νηστευτὴς 1928D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (τρίβω)
A that which is rubbed: metaph., like τρίβων (B) 2, a practised knave, Ar.Nu.260, Av.431. II a drink or brew prepared of pounded groats and spices, Alex.188, Sotad.Com.1.4, Axionic.4.8 (anap.); τριμμάτων πλῆθος Diocl.Fr.138; ὅπως λαβὼν παρ ἐμοῦ . . σησάμου τέταρτον τρίψῃ μοι . . τ. UPZ62.21 (ii B. C.); = ἀρωματίζον τόμα ἐν γάμοις πινόμενον, Hsch. 2 fragments, μοχλῶν IG22.1672.303 (τρινματα lapis), cf. 7.3073.165 (Lebad., ii B. C.); scrapings, Hp.Nat.Mul.32. III abrasion, Gal.13.181.
Greek (Liddell-Scott)
τρῖμμα: (οὐχὶ τρίμμα), τό, (τρίβω) πᾶν ὅ,τι εἶναι τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ τρίβων· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος πανοῦργος, λέγειν γενήσει τρῖμμα, κρόταλον, παιπάλη, «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. πόμα μετ’ ἀρωμάτων ἢ εἶδος μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν τρῖμμα» Ἀθήν. 31Ε· «τρῖμμα δὲ ἀρωματικὸν πόμα» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. εἶδος πέμματος, Ἡσύχ. (πόμα Schmidt). IV. = τρῖψις, Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
homme expert en qch, vieux routier.
Étymologie: τρίβω.