τριχόω: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7. | |lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rendre chevelu ; <i>Pass.</i> être chevelu <i>ou</i> barbu.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A furnish or cover with hair, Dsc.5.149 :—Pass., τριχοῦσθαι τὸ γένειον to get or have a beard, Arist.APo.96a10, cf. Gal.12.379, Adam.2.37; to be mixed with hairs, πηλὸς τετριχωμένος Thphr. CP1.6.7, Polyaen.6.3. II unravel a thread, Heliod. ap. Orib.47.17.2 (Pass.). III τριχῶσαι· θάψαι, Hsch. (perh. cf. ταρχύω).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόω: ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ κάμνω νὰ βγάλῃ τρίχας, ἀλωπεκίας τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ γένειον Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, πηλὸς τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre chevelu ; Pass. être chevelu ou barbu.
Étymologie: θρίξ.