Τερμέρειον: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τερμέρειον''': ἢ Τερμέριον κακόν, τό, [[παροιμία]] ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ [[ἑαυτοῦ]], καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς [[οὕτως]] διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.
|lstext='''Τερμέρειον''': ἢ Τερμέριον κακόν, τό, [[παροιμία]] ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ [[ἑαυτοῦ]], καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς [[οὕτως]] διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>s.e.</i> [[κακόν]];<br />mal de Terméros, <i>càd</i> mal qu’on s’attire soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[Τέρμερος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερμέρειον Medium diacritics: Τερμέρειον Low diacritics: Τερμέρειον Capitals: ΤΕΡΜΕΡΕΙΟΝ
Transliteration A: Terméreion Transliteration B: Termereion Transliteration C: Termereion Beta Code: *terme/reion

English (LSJ)

or Τερμέριον κακόν, τό, prov.,

   A a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Philipp. ap.Sch.E.Rh.509, Plu.Thes.11, Jul.Or.7.210d; prob. to be restored for μερμέριον κ. in Luc.Lex.11: τερμερίης prob.portentous in Epic.Alex. Adesp.2.15.    2 τὸ τ., = membrum virile, dub. in AP11.30 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

Τερμέρειον: ἢ Τερμέριον κακόν, τό, παροιμία ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ ἑαυτοῦ, καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς οὕτως διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - Κατὰ Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
s.e. κακόν;
mal de Terméros, càd mal qu’on s’attire soi-même.
Étymologie: Τέρμερος.