ὑπερμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερμάχομαι''': ἀποθετ., = [[ὑπερμαχέω]], τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς [[ὑπὲρ]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.
|lstext='''ὑπερμάχομαι''': ἀποθετ., = [[ὑπερμαχέω]], τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς [[ὑπὲρ]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερμαχέσομαι, <i>att.</i> ὑπερμαχοῦμαι, <i>ao.</i> ὑπερεμαχεσάμην;<br />combattre pour, prendre la défense de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μάχομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμᾰχομαι Medium diacritics: ὑπερμάχομαι Low diacritics: υπερμάχομαι Capitals: ΥΠΕΡΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypermáchomai Transliteration B: hypermachomai Transliteration C: ypermachomai Beta Code: u(perma/xomai

English (LSJ)

   A = ὑπερμαχέω, τῆς ἐλευθερίας Id.Cat.Mi.53; τάδ' ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι will fight this battle for him, S. OT265.

German (Pape)

[Seite 1198] (s. μάχομαι), für Einen fechten, ihn vertheidigen, τινός, ἀνθ' ὧν ἐγὼ τάδ' ὡςπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι Soph. O. R. 263.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμάχομαι: ἀποθετ., = ὑπερμαχέω, τινὸς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 53, κλπ.· τάδ’ ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρὸς ὑπερμαχοῦμαι, θὰ ἀγωνισθῶ ὡς ὑπὲρ τοῦ πατρός μου, Σοφ. Ο. Τ. 265· πρβλ. ὑπερμᾰχέω.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερμαχέσομαι, att. ὑπερμαχοῦμαι, ao. ὑπερεμαχεσάμην;
combattre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, μάχομαι.