ὑπεμνήμυκε: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεμνήμῡκε''': ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ [[ὑπεμνήμυκε]], ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του [[ὅλως]] χαμηλωμένην, καὶ βλέπει [[κάτω]] [[ὅλως]] [[ἄθυμος]]· [[ὥστε]] [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς [[νώνυμνος]] ἀντὶ [[νώνυμος]], [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]])· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ. | |lstext='''ὑπεμνήμῡκε''': ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ [[ὑπεμνήμυκε]], ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του [[ὅλως]] χαμηλωμένην, καὶ βλέπει [[κάτω]] [[ὅλως]] [[ἄθυμος]]· [[ὥστε]] [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς [[νώνυμνος]] ἀντὶ [[νώνυμος]], [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]])· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[ὑπημύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
in Il.22.491, πάντα δ' ὑπεμνήμυκε, of an orphan boy: Aristarch. interpreted it—
A he hangs down his head utterly, he is altogether cast down; so that it must be taken (cf. Sch.) as Ep. pf. of ὑπ-ημύω, for ὑπ-εμήμυκε (ν being inserted metri gr.):—the pres. is used by coluth.338, ὑπημύουσι παρειαί sink in, become hollow.
German (Pape)
[Seite 1187] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von ὑπημύω abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεμνήμῡκε: ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ ὑπεμνήμυκε, ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του ὅλως χαμηλωμένην, καὶ βλέπει κάτω ὅλως ἄθυμος· ὥστε δέον νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν χάριν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς νώνυμνος ἀντὶ νώνυμος, παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη)· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπημύω.