ὑποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκάπτω Medium diacritics: ὑποσκάπτω Low diacritics: υποσκάπτω Capitals: ΥΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: hyposkáptō Transliteration B: hyposkaptō Transliteration C: yposkapto Beta Code: u(poska/ptw

English (LSJ)

   A dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.