φωτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωτισμός''': ὁ, τὸ φωτίζειν, παρέχειν φῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224, Πλούτ. 2. 929D, 931A. 2) μεταφορ., φῶς, Κύριος [[φωτισμός]] μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚϚ΄, 1), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 4 καὶ 6. 3) ἐπὶ ἐκκλησιαστ. σημασίας, = [[φώτισμα]].
|lstext='''φωτισμός''': ὁ, τὸ φωτίζειν, παρέχειν φῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224, Πλούτ. 2. 929D, 931A. 2) μεταφορ., φῶς, Κύριος [[φωτισμός]] μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚϚ΄, 1), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 4 καὶ 6. 3) ἐπὶ ἐκκλησιαστ. σημασίας, = [[φώτισμα]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d’éclairer ; lumière qui vient d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[φωτίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτισμός Medium diacritics: φωτισμός Low diacritics: φωτισμός Capitals: ΦΩΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: phōtismós Transliteration B: phōtismos Transliteration C: fotismos Beta Code: fwtismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A illumination, light, Diocl(?).ap.Gal.19.530, Plu.2.929e, 931b, S.E.M.10.224: pl., Dam.Pr.23; σελήνης Vett.Val.28.7, Jul.Or.5.167d; [ἡμισφαιρίων] ib.4.147b.    2 metaph., light, Κύριος φ. μου LXXPs.26(27).1, cf. 2 Ep.Cor.4.4,6.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, das Erleuchten, S. Emp. adv. phys. 2, 224. – Auch das Erleuchtende, das Licht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φωτισμός: ὁ, τὸ φωτίζειν, παρέχειν φῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224, Πλούτ. 2. 929D, 931A. 2) μεταφορ., φῶς, Κύριος φωτισμός μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚϚ΄, 1), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 4 καὶ 6. 3) ἐπὶ ἐκκλησιαστ. σημασίας, = φώτισμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’éclairer ; lumière qui vient d’un astre.
Étymologie: φωτίζω.