χρησμοσύνη: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρησμοσύνη''': ἡ, [[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χρημοσύνη]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = [[διακόσμησις]], ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. [[λιπαρία]], λιπαρὴς [[παράκλησις]], μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. [[ἡμαρτημένως]] ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[μαντοσύνη]], ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ). | |lstext='''χρησμοσύνη''': ἡ, [[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χρημοσύνη]]), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = [[διακόσμησις]], ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. [[λιπαρία]], λιπαρὴς [[παράκλησις]], μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. [[ἡμαρτημένως]] ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[μαντοσύνη]], ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque, besoin, indigence;<br /><b>2</b> désir d’acquérir, désir.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A need, want, poverty, Tyrt.10.8, A.R.2.473, Plot.1.8.5. 2 in mystical sense, opp. κόρος and corresponding to διακόσμησις, Heraclit.65, cf. Ph.1.89, 2.242, Plu.2.389c. II importunity, τῆς χ. μετίεσαν Hdt.9.33. III service, A.R.1.837.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; κόρος καὶ χρησμοσύνη, Ueberfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοσύνη: ἡ, ἀπορία, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ χρημοσύνη), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = διακόσμησις, ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. λιπαρία, λιπαρὴς παράκλησις, μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 (ἔνθα ὁ Schweigh. ἡμαρτημένως ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαντοσύνη, ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 manque, besoin, indigence;
2 désir d’acquérir, désir.
Étymologie: χρησμός.