Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλέως: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλέως''': -ω, ὁ, [[φυτόν]] τι παρὰ τὰ ὕδατα φυόμενον, [[εἶδος]] ἀνθοῦντος σπάρτου ἢ καλάμου (κατὰ τὸν Spengel Arundo ambelodes-mon), Ἀριστοφ. Βάτρ. 244, Ἀποσπ. 85, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 1, κλπ.· ― Ἰων. [[φλοῦς]], φλοῦν, ὃ ἴδε (ΙΙ), πρβλ. [[φλόϊνος]]. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 293.
|lstext='''φλέως''': -ω, ὁ, [[φυτόν]] τι παρὰ τὰ ὕδατα φυόμενον, [[εἶδος]] ἀνθοῦντος σπάρτου ἢ καλάμου (κατὰ τὸν Spengel Arundo ambelodes-mon), Ἀριστοφ. Βάτρ. 244, Ἀποσπ. 85, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 1, κλπ.· ― Ἰων. [[φλοῦς]], φλοῦν, ὃ ἴδε (ΙΙ), πρβλ. [[φλόϊνος]]. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 293.
}}
{{bailly
|btext=ω (ὁ) :<br />sorte d’osier <i>ou</i> de jonc aquatique, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέως Medium diacritics: φλέως Low diacritics: φλέως Capitals: ΦΛΕΩΣ
Transliteration A: phléōs Transliteration B: phleōs Transliteration C: fleos Beta Code: fle/ws

English (LSJ)

ω, ὁ,

   A wool-tufted reed, Erianthus Ravennae, Ar.Ra.244 (lyr.), Fr.24, Pherecr.127, Arist.HA627a8, Thphr.HP4.8.1, etc.:—Ion. φλοῦς, acc. φλοῦν, q. v. (11), cf. φλόϊνος.—Thphr. has nom. φλεώς HP4.10.1, acc. φλεώ 4.8.1, but φλεών 4.10.4, gen. φλεώ ibid., al.; gen. φλέως is f.l. in Pherecr. l.c.    II = ἀπόκυνον, Ps.-Dsc.4.80.

German (Pape)

[Seite 1291] ω, ὁ, att. statt des ion. φλόος, φλοῦς, Her. 3, 98, eine Sumpf-, Wasserpflanze, Ar. Ran. 244; Phryn. in B. A. 70; vielleicht arundo ampelodesmon, vgl. Lob. Phryn. 293.

Greek (Liddell-Scott)

φλέως: -ω, ὁ, φυτόν τι παρὰ τὰ ὕδατα φυόμενον, εἶδος ἀνθοῦντος σπάρτου ἢ καλάμου (κατὰ τὸν Spengel Arundo ambelodes-mon), Ἀριστοφ. Βάτρ. 244, Ἀποσπ. 85, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 1, κλπ.· ― Ἰων. φλοῦς, φλοῦν, ὃ ἴδε (ΙΙ), πρβλ. φλόϊνος. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 293.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
sorte d’osier ou de jonc aquatique, plante.
Étymologie: DELG pê emprunt.