ἀγαίομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=(=[[ἄγαμαι]]): ‘[[view]] [[with]] [[indignation]],’ ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Od. 20.16†; cf. Od. 2.67.
}}
}}

Revision as of 15:21, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαίομαι Medium diacritics: ἀγαίομαι Low diacritics: αγαίομαι Capitals: ΑΓΑΙΟΜΑΙ
Transliteration A: agaíomai Transliteration B: agaiomai Transliteration C: agaiomai Beta Code: a)gai/omai

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ἄγαμαι, only pres. and impf.:    I in bad sense (cf. ἄγη 11),    1 c. acc. rei, to be indignant at, ἀγαιομένου κακὰ ἔργα Od.20.16: look on with jealousy or envy, οὐδ' ἀγαίομαι θεῶν ἔργα Archil.25.    2 c. dat. pers., to be wroth or indignant with, τῷ . . Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται Hes.Op.333; ἀγαιόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ Hdt.8.69 (cf. Sch. Od.20.16).    II in good sense, admire, τι Opp H.4.138; abs. in part., A.R.1.899, 3.1016; οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διός Orph.Fr.204; ἀγαίετο θυμός Hes.Fr.81.4.

German (Pape)

[Seite 7] (ἀγάομαι, ἄγαμαι), nur praes., verwundert, unwillig sein, Hom. nur Odyss. 20, 16 ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Apoll. Lex. Hom. p. 8, 14 erklärt καταπλησσομένου, vgl. Scholl.; – zürnen, Hes. τῷ δὴ Ζεὺς ἀγαίεται O. et D. 331 (VLL. χολοῦται); beneiden, ἀγαιόμενοι καὶ φθονέοντες τῇ Ἀρτεμισίῃ Her. 8, 69, dem εὖνοι ὄντες entgegengesetzt; Archil. frg. 2 θεῶν ἔργα οὐδ' ἀγ.; Ap. Rh. 3, 1915 hat Brunk richtig aus den mss. ἀγαλλομένη hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαίομαι: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἄγαμαι, ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ πάντοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: βλέπω μετὰ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ ἀγαίομαι θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’indigner, être indigné, irrité : τι de qch ; τινί contre qqn.
Étymologie: apparenté à ἄγαμαι.

English (Autenrieth)

(=ἄγαμαι): ‘view with indignation,’ ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Od. 20.16†; cf. Od. 2.67.