διάνδιχα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[δίχα]]): [[between]] [[two]] ways, in [[two]] ways; μερμηρίζειν, ‘[[between]] [[two]] resolves,’ foll, by ἤ, ἦ, Il. 13.455; σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε, ‘a divided [[gift]]’ (i. e. only [[one]] of [[two]] gifts), Il. 9.37.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνδῐχα Medium diacritics: διάνδιχα Low diacritics: διάνδιχα Capitals: ΔΙΑΝΔΙΧΑ
Transliteration A: diándicha Transliteration B: diandicha Transliteration C: diandicha Beta Code: dia/ndixa

English (LSJ)

Adv.

   A = ἄνδιχα, two ways, δ. μερμηρίζειν halt between two opinions, Il.1.189; σοὶ δὲ δ. δῶκε endowed thee by halves, 9.37; in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes.Op.13; διὰ δ' ἄνδιχα ἔαξα broke it in twain, Theoc.25.256, cf. A.R.2.1109; once in Trag., δ. κλῇθρα κλίνεται E.HF1029 (lyr.); also δ. νηὸς ἰούσης, perh. with sails and oars, A.R.1.934.

German (Pape)

[Seite 592] zwiefach (διά, ἀνά, δίχα); Hom. viermal: διάνδιχα μερμήριξεν Versende Iliad. 1, 189. 8, 167. 13, 455, er schwankte zwischen zwei Entschlüssen; Iliad. 9, 37 σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω· σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, er gab dir von zwei Dingen eines. Vgl. δίχα und ἄνδιχα. – Folgende: διάνδιχα κλῇθρα κλίνεται δόμων Eur. Herc. Fur. 1029; νῆα διάνδιχ' ἔαξε Ap. Rh. 2, 1109. Auch in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes. O. 13; vgl. διὰ δ' ἀμπερές, Odyss. 21, 422.

Greek (Liddell-Scott)

διάνδῐχα: ἐπίρρ., ὡς τὸ ἄνδιχα, κατὰ δύο τρόπους, διάνδιχα μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. ἔαξα, ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en deux parties, en deux : διάνδιχα μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;
2 par moitié : σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.
Étymologie: διά, ἄνδιχα.

English (Autenrieth)

(δίχα): between two ways, in two ways; μερμηρίζειν, ‘between two resolves,’ foll, by ἤ, ἦ, Il. 13.455; σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε, ‘a divided gift’ (i. e. only one of two gifts), Il. 9.37.