ἐκκαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[clean]] [[out]], Il. 2.153†.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκᾰθαίρω Medium diacritics: ἐκκαθαίρω Low diacritics: εκκαθαίρω Capitals: ΕΚΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: ekkathaírō Transliteration B: ekkathairō Transliteration C: ekkathairo Beta Code: e)kkaqai/rw

English (LSJ)

Ion.aor.I-εκάθηρα Hdt.2.86, Att.

   A -εκάθᾱρα Din.2.5:— cleanse out:    1 with acc. of the thing cleansed, clear out, οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον Il.2.153 ; τὴν κοιλίην Hdt.l.c.; μήτρας, ὀδόντας, Hp. Mul.1.88, Orib.Syn.5.25.3; χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων he clears this land of monsters, A.Supp.264; τὸν βίον (i.e.the world) Luc.DDeor. 13.1; ἐ.τινά, ὥσπερ ἀνδριάντα, εἰς τὴν κρίσιν clear him of all roughness, polish him up, metaph. from the finishing touches of a sculptor, Pl.R. 361d; ἑαυτὸν ἀπό τινος 2 Ep.Ti.2.21; ἐ.λογισμόν clear off an account, Plu.2.64f :—Pass., to be cleansed, purified, ἐκκεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς X.Smp.1.4, cf. Pl.R.527d; to be cleared up, explained, Epicur.Ep.2p.36U.    2 with acc. of the thing removed, clear away, Pl.Euthphr. 3a, cf. Arist.HA625b34 ; τὸ τοιοῦτον ἐ. γένος Diph.32.17 ; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως Din.l.c.; κόπρον APl.4.92.7.

German (Pape)

[Seite 761] ganz reinigen, ausräumen; οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il. 2, 153; χθόνα κνωδάλων Aesch. Suppl. 261; ἑαυτὸν ἀπό τινος N. T.; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως, ausrotten, Din. 2, 5; τινά, Plat. Euthyph. 3 a; γένος Diphil. bei Ath. 280 a; ausputzen, auspoliren, ὡσπερ ἀνδριάντα Plat. Rep. II, 361 d; ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen. An. 1, 2, 16; – λογισμόν, eine Rechnung ins Reine bringen, Plut. ad. et am. discr. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκᾰθαίρω: καθαρίζω ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, ἐκκαθαρίζω, οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ γίνομαι καθαρός, ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου πρόσωπονπρᾶγμα, καὶ δὴ καὶ Μέλητος ἴσως πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐκκάθηρα (non ἐκκάθαρα);
nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants litt. nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; fig. λογισμόν PLUT apurer un compte.
Étymologie: ἐκ, καθαίρω.

English (Autenrieth)

clean out, Il. 2.153†.