κατηφέω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]]. | |btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. κατήφησαν, [[part]]. -φήσᾶς: be humiliated, [[confounded]], Od. 16.342, Il. 22.293. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
A to be downcast, to be mute with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας Il.22.293; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od.16.342, cf. Call.Epigr.22, A.R.2.443, etc.; τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα; E.Med.1012; of animals, Arist.HA604b12; καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός and well might God grieve, J.BJ3.8.4 (v.l. οὓς κατέφησεν).
German (Pape)
[Seite 1401] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατηφέω: εἶμαι κατηφής, καταιβάζω τὰ ὄμματα ἕνεκα θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ νόσημα νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être triste, honteux, confus.
Étymologie: κατηφής.
English (Autenrieth)
aor. κατήφησαν, part. -φήσᾶς: be humiliated, confounded, Od. 16.342, Il. 22.293.