μεταδόρπιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agit <i>ou</i> se fait après le repas du soir.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δόρπον]].
|btext=ος, ον :<br />qui agit <i>ou</i> se fait après le repas du soir.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δόρπον]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[δόρπος]]): [[during]] [[supper]], Od. 4.194† (cf. 213, 218).
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδόρπιος Medium diacritics: μεταδόρπιος Low diacritics: μεταδόρπιος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΡΠΙΟΣ
Transliteration A: metadórpios Transliteration B: metadorpios Transliteration C: metadorpios Beta Code: metado/rpios

English (LSJ)

ον, (δόρπον)

   A in the middle of supper, during supper (as Eust. takes it, cf. μεταδήμιος, μεταίχμιος, μεταμάζιος), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194.    2 after supper, i. e. at one's wine, ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.Fr.124.2; νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον (Adv.) ὥρην AP12.250 (Strat.); τὰ μ. dessert, Pl.Criti.115c.

German (Pape)

[Seite 146] zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit. οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, Od. 4, 194; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit, Strat. 89 (XII, 250); vgl. auch Crinag. 5 (VI, 229); – τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch, Pind. frg. 89; vgl. Plat. Critia. 115 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδόρπιος: -ον, (δόρπον) ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον, ἢ μᾶλλον ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. μεταδήμιος, μεταίχμιος, ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ μετὰ τὸ δεῖπνον παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit ou se fait après le repas du soir.
Étymologie: μετά, δόρπον.

English (Autenrieth)

(δόρπος): during supper, Od. 4.194† (cf. 213, 218).