σιγά: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(Bailly1_4)
 
(sl1)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[σιγή]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[σιγή]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ςῑγά</b> (-ᾶς, -ᾷ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[silence]] ἔστι δέ [[τις]] [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' [[ὅμως]] καύχαμα κατάβρεχε [[σιγᾷ]] (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ [[σιγᾷ]] κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' [[ὅτε]] πιστόταται [[σιγᾶς]] ὁδοί fr. 180. 2. μὴ [[σιγᾷ]] βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
}}
}}

Revision as of 12:21, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. σιγή.

English (Slater)

ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
   1silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1.. οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.