τέγος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(Bailly1_5) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> toit d’une maison <i>ou</i> d’une chambre;<br /><b>2</b> toute partie couverte d’une maison, d’une chambre, salle <i>(particul. dans les étages supérieurs)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Στεγ, couvrir ; cf. [[στέγος]], [[στέγω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> toit d’une maison <i>ou</i> d’une chambre;<br /><b>2</b> toute partie couverte d’une maison, d’une chambre, salle <i>(particul. dans les étages supérieurs)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Στεγ, couvrir ; cf. [[στέγος]], [[στέγω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[τέγος]]<br /> <b>1</b>[[roof]] i. e. [[chamber]] ([[ἀνδριάς]]) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in [[some]] [[sacred]] [[chamber]] (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' [[ἔνδον]] τέγει (in his [[cave]]) (N. 3.54) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = στέγος, roof, Od.1.333, 10.559, 11.64, al. (never in Il.), Ar.Nu.1126,1488, Men.Sam.246, Herod.3.40; οὑπὶ τοῦ τέγους you on the roof! Ar.Nu.1502, cf. V.68; θεῶ μ' ἀπὸ τοῦ τέγους Id.Ach.262, cf. Lys.3.11; τ. τοῦ οἰκήματος Th.4.48, cf. X.Cyr.7.5.22, HG4.4.12, etc. II any covered hall or chamber, τ. Παρνάσιον the temple at Delphi, Pi.P.5.41; λιθίνῳ ἔνδον τέγει, i.e. in a cave, Id.N.3.54. III later, brothel, stew, AP11.363 (Diosc.), Plb. 12.13.2, Man.6.143. (Not found in Trag.) (Cf. Lat. tego.)
German (Pape)
[Seite 1079] εος, τό, wie στέγος, Dach, Decke des Hauses od. Zimmers; Od. 10, 559. 11, 64; τοῦ οἰκήματος, Thuc. 4, 48; Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἐπὶ τὸ τέγος ἀναβάντες, Pol. 5, 76, 4; übh. jeder bedeckte Theil des Hauses, Zimmer, Saal (bes. im obern Stockwerk), Od. 1, 333. 8, 458; λι θίνῳ ἔνδον τέγει, Pind. N. 3, 54; über τέγος Παρνάσιον P. 5, 39 s. Böckh; Ar. Ach. 250 Nubb. 1110. Später bes. Hurengemach, Bordell, Jac. A. P. p. 717; vgl. Pol. 12, 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τέγος: -εος, τό, ὡς τὸ στέγος, στέγη, ὀροφή, στέγασμα οἰκίας ἢ θαλάμου, Λατ. lectum, Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, 1458· οὑπὶ τοῦ τέγους, σὺ ὁ ἐπὶ τῆς στέγης, αὐτόθι 1502, πρβλ. Σφ. 68· σὺ δ’, ὦ γύναι, θεῶ μ’ ἀπὸ τοῦ τέγους ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 262, πρβλ. Λυσίαν 97. 24· τ. τοῦ οἰκήματος Θουκ. 4. 48, Ξεν. κλπ. ΙΙ. πᾶν ἐστεγασμένον μέρος τῆς οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος (κυρίως εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς οἰκίας εὑρισκόμενος), Ὀδ. Α. 333, Β. 458, κ. ἀλλ.· τ. Παρνάσιον, ὁ ἐν Δελφοῖς ναός, Πινδ. Π. 5. 54· λιθίνῳ ἔνδον τέγει, δηλ. ἐντὸς σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 94. ΙΙΙ. μεταγεν., πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Πολύβ. 12. 13, 2, Ἀνθ. Π. 11. 363, Μανέθων 6. 143. (Περὶ τῆς ῥίζης κλπ., ἴδε ἐν λ. στέγω).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit d’une maison ou d’une chambre;
2 toute partie couverte d’une maison, d’une chambre, salle (particul. dans les étages supérieurs).
Étymologie: R. Στεγ, couvrir ; cf. στέγος, στέγω.
English (Slater)
τέγος
1roof i. e. chamber (ἀνδριάς) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in some sacred chamber (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (in his cave) (N. 3.54)