ψάμμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[sand]], Od. 12.243†.
|auten=[[sand]], Od. 12.243†.
}}
{{Slater
|sltr=[[ψάμμος]] =<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ψάμαθος]] [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ψάμμος]] =<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ψάμαθος]] [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
|sltr=[[ψάμμος]] =<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ψάμαθος]] [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
}}
}}

Revision as of 12:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάμμος Medium diacritics: ψάμμος Low diacritics: ψάμμος Capitals: ΨΑΜΜΟΣ
Transliteration A: psámmos Transliteration B: psammos Transliteration C: psammos Beta Code: ya/mmos

English (LSJ)

ἡ, but in Archim.Aren.1.1, al., always ὁ:—

   A sand, used by Hom. for ψάμαθος only in Od.12.243, later very freq., Hdt.8.71, etc.: pl., grains of sand, αἱ ἀπ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι S.E.P.1.130: prov., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Pi.O.2.98; οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν Orac. ap. Hdt.1.47; ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, of labour in vain, Aristid.2.309J.; of something worthless, LXX Wi.7.9, D. Chr.77/8.30; ψάμμου ἄξιον Oenom. ap. Eus.PE5.21.    2 metallic ore used by alchemists, in pl., Olymp.Alch.p.106B., Zos.Alch. p.239 B.    II ἡ ψ. the sandy desert of Libya, the sand, Hdt.3.25, 4.173; πλείστης ψάμμου OGI666.27 (Egypt, i A. D.). (Prob. Ψαφ-μος, cf. ψαφαρός, ψῆφος, Lat. sabulum.)

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, bei Archimed. immer ὁ, 1) der Sand, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριθμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; παραλία Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμμος: ἡ, παρ’ Ἀρχιμήδ. ἀείποτε ὁ· ― ἄμμος· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ ψάμαθος μόνον ἐν Ὀδ. μ. 513· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. (8. 71) καὶ ἐφεξ. συχνότατον: ψ. παραλία Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 273· ― ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, αἱ ἀπ’ ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 130· ― παροιμ., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Πινδ. Ὀδ. 2. 178· οἶδα δ’ ἐγὼ ψάμμου τ’ ἀριθμὸν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, ἐπὶ τῶν ματαίως ἐργαζομένων, Ἀριστείδ. 2. 309· ἐπὶ πράγματος μηδεμίαν ἔχοντος ἀξίαν, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄ , 10), Δίων Χρυσ. 2. 425· οὕτω, ψάμμου ἄξιον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 212C. ΙΙ. ἡ ψάμμος, ἡ ἀμμώδης ἔρημος τῆς Λιβύης, Ἡρόδ. 3. 25., 4. 173. (Ἴσως ἐκ τοῦ ψάω· ἄνευ τοῦ ψ γίνεται ἄμμος, ποιητικῶς δὲ ἐκτείνεται εἰς ψάμαθος, ἄμαθος· πρβλ. Λατ. sab- ulum, sab- urra).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sable.
Étymologie: apparenté à ἄμμος ; cf. ψάμαθος et ἄμαθος, lat. sabulum, saburra.

English (Autenrieth)

sand, Od. 12.243†.

English (Slater)

ψάμμος =
   1 ψάμαθος ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)

English (Slater)

ψάμμος =
   1 ψάμαθος ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)