σφυρόν: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[ankle]]. | |auten=[[ankle]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
τό,
A ankle, κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρά Il.4.147, cf. 518, Hp.Loc. Hom.6; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης Il.22.397; ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ (metaph.) Pi.I.7(6).13; βαίνουσα . . σ. κούφῳ E. Alc.586 (lyr.); μονόχαλα σ., of a horse, Id.IA225 (lyr.); τὸ σ. ἐξεκόκκισε put out his ankle, Ar.Ach.1179; τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου σ. Arist.HA494a10; σ. Ἰφίκλειον the ankle of Iphiclus (the runner), Call.Aet.3.1.46. II metaph., the lower part or edge, foothills, of a mountain, ἐν Παλίου σφυροῖς Pi.P.2.46, cf. AP6.114 (Simm.), 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.165, etc.; Λιβύας ἄκρον σφυρόν the very furthest part of Libya, Theoc.16.77; σ. νήσων Musae.45; ὕλης Nonn.D.2.1.
German (Pape)
[Seite 1052] τό, 1) der Knöchel am Fuße; τὸν ποδὸς ἕλκε δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρόν, Il. 17, 290, vgl. 4, 518; ib. 147 stehen neben einander μηροὶ εὐφυέες, κνῆμαί τ' ἠδὲ σφυρὰ κάλ' ὑπένερθεν; vgl. noch 22, 397 ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης; Eur. Phoen. 26; Ar. Vesp. 276; bei Dichtern auch die Ferse u. der Fuß übh., σφυρῷ κούφῳ Eur. Alc. 589. – 2) übertr., jedes unterste, äußerste Ende, das Fußende, bes. der Fuß eines Berges; Pind. ἐν Παλίου σφυροῖς, P. 2, 46; ἀποικίαν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 13; vgl. Theocr. 16, 77; – ἀνώτερον τοῦ σφυροῦ λέγειν, Ath. VIII, 351 a. – Die Verwandtschaft mit σφῦρα bestätigt das lat. malleus, malleolus pedis.
Greek (Liddell-Scott)
σφῠρόν: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «κότσι», κνῆμαί τ’ ἠδὲ σφυρά, «τὰ ἀπολήγοντα μέρη πρὸς τῷ ἀστραγάλῳ, καὶ ἐκ πλαγίων ἐξέχοντα τῆς κνήμης καὶ τῆς πτέρνης» (Σχόλ.), «τὰ περὶ τοὺς ἀστραγάλους, αἱ περιφέρειαι τῶν ποδῶν» Ἡσύχ.), Ἰλ. Δ. 147, πρβλ. 518· ποδῶν τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης Χ. 397· ὀρθῷ στῆσαι ἐπὶ σφυρῷ (μεταφορ.), Πινδ. Ι. 7 (6), 19· βαίνουσα... σφ. κούφῳ Εὐρ. Ἄλκ. 586· σφ. μονόχηλον, ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Ι. Α. 225 τὸ σφ. ἐξεκόκκισε, ἐξήρθρωσε τὸ σφυρόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179· τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5. ΙΙ. μεταφορ., τὸ κατώτατον μέρος ἢ ἄκρον, οἱ πρόποδες ὄρους, «τῶν ὀρῶν τὰ ἐπίπεδα καὶ κατώτατα» (Ἡσύχ.)· ἐν Παλίου σφυροῖς Πινδ. Π. 2. 85, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 114., 7. 501, Νόνν. κλπ.· ὡσαύτως, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς Λιβύης, Θεόκρ. 16. 77· σφ. νήσων Μουσαῖ. 45· ὕλης Νόνν. Δ. 2. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 cheville du pied;
2 p. ext. talon ; pied ; fig. extrémité d’un pays, d’une île.
Étymologie: DELG σπαίρω.