ἐννάλιος: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (Slater)
ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.)
1 of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)