ἐννάλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(21)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{Slater
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
}}
}}

Revision as of 13:59, 17 August 2017

English (Slater)

ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.)
   1 of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)

English (Slater)

ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.)
   1 of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)