ἐγκαταβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(6_2) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· [[μετὰ]] δοτ., Διόδ. 14. 28. | |lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· [[μετὰ]] δοτ., Διόδ. 14. 28. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἐγκᾰτᾰβαίνω</b> <br /> <b>1</b> [[come]] [[down]] [[into]] i. e. be laid in κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα sc. the [[infant]] Herakles (N. 1.38) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
A go down into, put oneself in, c. acc., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς . . Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.
German (Pape)
[Seite 705] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen, sich hineinlegen; σπάργανον ἐγκατέβα Pind. N. 1, 38; τινί D. Sic. 14, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταβαίνω: καταβαίνω κάτω εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς ὕφασμα ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.
English (Slater)
ἐγκᾰτᾰβαίνω
1 come down into i. e. be laid in κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα sc. the infant Herakles (N. 1.38)