ἀνακράζω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ἀνέκραγον]]: [[screech]] [[out]] (said [[purposely]] [[with]] [[exaggeration]]), Od. 14.467†.
|auten=aor. [[ἀνέκραγον]]: [[screech]] [[out]] (said [[purposely]] [[with]] [[exaggeration]]), Od. 14.467†.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀνακράζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cry]] [[out]] νικῶντί γε [[χάριν]], εἴ τι [[πέραν]] ἀερθεὶς [[ἀνέκραγον]], οὐ [[τραχύς]] εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀνακράζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cry]] [[out]] νικῶντί γε [[χάριν]], εἴ τι [[πέραν]] ἀερθεὶς [[ἀνέκραγον]], οὐ [[τραχύς]] εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)
|sltr=[[ἀνακράζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cry]] [[out]] νικῶντί γε [[χάριν]], εἴ τι [[πέραν]] ἀερθεὶς [[ἀνέκραγον]], οὐ [[τραχύς]] εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακράζω Medium diacritics: ἀνακράζω Low diacritics: ανακράζω Capitals: ΑΝΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: anakrázō Transliteration B: anakrazō Transliteration C: anakrazo Beta Code: a)nakra/zw

English (LSJ)

fut. -κράξομαι or fut. pf.

   A -κεκράξομαι LXX Jl.3(4).16: aor. ἀνέκρᾰγον; late ἀνέκραξα ib.Jd.7.20, BGU1201.11, Ev.Marc.1.23, al.:—cry out, lift up the voice, shout, ἐπεὶ . . ἀνέκραγον Od.14.467; εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον if I raised my voice too high, Pi.N.7.76; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.Eq.670, cf. V.1311, etc.; οὐκ ἀνέκραγεν, of a dying man, Antipho 5.44; πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεν Arist.Ath.28.3: foll. by a relat., ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar. Ec.431, cf. X.An.5.1.14; τηλικαῦτ' ἀνεκράγετε, ὡς . . D.21.215: c. inf., ἀνακραγόντων βάλλειν . . Plu.Phoc.34.    2 rarely of animals, ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.534.11.

German (Pape)

[Seite 193] (s. κράζω), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακράζω: μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· οὗτος εἶναι ὁ εὐχρηστότατος χρόνος· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε κράζω): κράζω ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὶ... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι πέραν... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνέκραξα, ao.2 ἀνέκραγον;
1 crier à haute voix, pousser un cri ou des cris ; ἀν. πολεμικόν XÉN pousser un cri de guerre;
2 se récrier;
3 déclarer.
Étymologie: ἀνά, κράζω.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέκραγον: screech out (said purposely with exaggeration), Od. 14.467†.

English (Slater)

ἀνακράζω
   1 cry out νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)

English (Slater)

ἀνακράζω
   1 cry out νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)