ἄεθλον: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ἀϝεθ.): (1) [[prize]].— (2) [[prize]]-[[contest]].
|auten=(ἀϝεθ.): (1) [[prize]].— (2) [[prize]]-[[contest]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἄεθλον]] (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. neut. guaranteed, (O. 1.3) (O. 9.108), (P. 10.24), (N. 9.9) ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[prize]] Τλαπολέμῳ [[ἵσταται]] μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ [[κρίσις]] ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) [[τοῦτο]] δὲ προσφέρων [[ἄεθλον]] (τὸν ὕμνον. Σ.) (O. 9.108) τὸ δὲ [[παθεῖν]] εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99) τὰ μέγιστ' ἀέθλων [[ἕλῃ]] τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) [[ὅστις]] ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ [[μοῖρα]] (I. 3.9) μαρνάσθω [[τις]] ἔρδων ἀμφἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[contest]] ?, v. von der Mühll, M. H., 1954, 52. εἰ δἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι (O. 1.3) ἀνὰ δαὐλὸν ἐπαὐτὰν [[ὄρσομεν]] ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος i. e. the Pythian games at Sikyon (N. 9.9)
}}
}}

Revision as of 14:27, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄεθλον Medium diacritics: ἄεθλον Low diacritics: άεθλον Capitals: ΑΕΘΛΟΝ
Transliteration A: áethlon Transliteration B: aethlon Transliteration C: aethlon Beta Code: a)/eqlon

English (LSJ)

τό, ἄεθλος, ὁ, Ep. and Ion. for ἆθλον, ἆθλος.

German (Pape)

[Seite 38] τό, ep. u. Ion. = ἆθλον, öfter bei Hom., z. B. Iliad. 22, 163 Od. 21, 106, überall in der Bdtg »Kampfpreis«, nie in der Bdtg »Wettkampf«, s. Lehrs Aristarch. 151. – Her. 8, 93 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἆθλον, ἆθλος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἆθλον.

English (Autenrieth)

(ἀϝεθ.): (1) prize.— (2) prize-contest.

English (Slater)

ἄεθλον (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. neut. guaranteed, (O. 1.3) (O. 9.108), (P. 10.24), (N. 9.9) )
   a prize Τλαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον. Σ.) (O. 9.108) τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99) τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (I. 3.9) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.55)
   b contest ?, v. von der Mühll, M. H., 1954, 52. εἰ δἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι (O. 1.3) ἀνὰ δαὐλὸν ἐπαὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος i. e. the Pythian games at Sikyon (N. 9.9)