Ἅφαιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>dor. c.</i> [[Ἥφαιστος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>dor. c.</i> [[Ἥφαιστος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾱφαιστος</b> [[god]] of [[fire]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.35) [[τοῦ]] δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] [[τίς]] ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; of the [[third]] Delphic [[temple]] of [[Apollo]] (Pae. 8.66) [[test]]., Boethus in Phot., lex. s. v. Ἥρας δεσμούς· παρὰ Πινδάρῳ γὰρ ([[Ἥρα]]) ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμεύεται ἐν τῷ ὑπ' [[αὐτοῦ]] κατασκευασθέντι θρόνῳ fr. 283.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[generally]], [[fire]] κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει i. e. [[Etna]] in [[eruption]] (P. 1.25) [[σέλας]] δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.40)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Ἅφαιστος: Δωρ. ἀντί Ἥφαιστος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dor. c. Ἥφαιστος.

English (Slater)

ᾱφαιστος god of fire.
   a Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.35) τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; of the third Delphic temple of Apollo (Pae. 8.66) test., Boethus in Phot., lex. s. v. Ἥρας δεσμούς· παρὰ Πινδάρῳ γὰρ (Ἥρα) ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμεύεται ἐν τῷ ὑπ' αὐτοῦ κατασκευασθέντι θρόνῳ fr. 283.
   b generally, fire κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει i. e. Etna in eruption (P. 1.25) σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.40)