ἐγκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· [[μετὰ]] δοτ., Διόδ. 14. 28.
|lstext='''ἐγκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[κάτω]] εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς [[ὕφασμα]] ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· [[μετὰ]] δοτ., Διόδ. 14. 28.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐγκᾰτᾰβαίνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[down]] [[into]] i. e. be laid in κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα sc. the [[infant]] Herakles (N. 1.38)
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταβαίνω Medium diacritics: ἐγκαταβαίνω Low diacritics: εγκαταβαίνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: enkatabaínō Transliteration B: enkatabainō Transliteration C: egkatavaino Beta Code: e)gkatabai/nw

English (LSJ)

   A go down into, put oneself in, c. acc., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς . . Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.

German (Pape)

[Seite 705] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen, sich hineinlegen; σπάργανον ἐγκατέβα Pind. N. 1, 38; τινί D. Sic. 14, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταβαίνω: καταβαίνω κάτω εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς ὕφασμα ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.

English (Slater)

ἐγκᾰτᾰβαίνω
   1 come down into i. e. be laid in κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα sc. the infant Herakles (N. 1.38)