μάταν: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάταν''': ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[μάτην]], Πίνδ., Τραγ. | |lstext='''μάταν''': ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[μάτην]], Πίνδ., Τραγ. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>μᾰτᾱν</b> <br /> <b>1</b> to no [[purpose]] τά κέ [[τις]] ἀνώνυμον [[γῆρας]] ἕψοι [[μάταν]]; (O. 1.83) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
Adv., Dor. for μάτην.
II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ,A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).
Greek (Liddell-Scott)
μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.
English (Slater)
μᾰτᾱν
1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)