ἀσκήτρια: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(6_10) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκήτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀσκητής]]: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, [[μοναστήριον]] ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ. | |lstext='''ἀσκήτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀσκητής]]: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, [[μοναστήριον]] ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mujer ascética]], [[monja]], <i>Cat.Cod.Astr</i>.7.225.29, <i>MAMA</i> 1.174.1 (Laodicea Combusta), Malch.21.11, Pall.<i>H.Laus</i>.29.1, Cyr.H.<i>Catech</i>.10.19, <i>SEG</i> 28.1576 (V/VI d.C.). • DMic.: <i>a-ke-ti-ra2</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A ἀσκητής 11, ἀ. γυναῖκες Cat.Cod.Astr.7.225.29, cf. Anatolian Studies p.81.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, fem. zu ἀσκητής, bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀσκητής: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, μοναστήριον ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mujer ascética, monja, Cat.Cod.Astr.7.225.29, MAMA 1.174.1 (Laodicea Combusta), Malch.21.11, Pall.H.Laus.29.1, Cyr.H.Catech.10.19, SEG 28.1576 (V/VI d.C.). • DMic.: a-ke-ti-ra2.