ἀπεψία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_9)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεψία''': ἡ, ([[ἄπεπτος]]), [[ἔλλειψις]] πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.
|lstext='''ἀπεψία''': ἡ, ([[ἄπεπτος]]), [[ἔλλειψις]] πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[falta de cocción]], [[crudeza]], [[indigestión]] ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.<i>Epid</i>.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.<i>Coac</i>.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.<i>GA</i> 728<sup>a</sup>22, cf. <i>PA</i> 668<sup>b</sup>8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.<i>Mete</i>.381<sup>b</sup>9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, [[διά]] ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.<i>P</i>.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.<i>Facet</i>.94, cf. Sm.<i>Nu</i>.11.20<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.<i>Mete</i>.380<sup>a</sup>28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.<i>Pr</i>.862<sup>b</sup>5.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεψία Medium diacritics: ἀπεψία Low diacritics: απεψία Capitals: ΑΠΕΨΙΑ
Transliteration A: apepsía Transliteration B: apepsia Transliteration C: apepsia Beta Code: a)peyi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄπεπτος)

   A indigestion, etc.; δι' ἀπεψίαν Arist.PA668b8: in pl., Id.Mete.381b9, Plu.2.127d, Gal.8.34, S.E.P.1.131.

German (Pape)

[Seite 290] ἡ, Unverdaulichkeit, Arist. meteor. 4, 3; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεψία: ἡ, (ἄπεπτος), ἔλλειψις πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
medic. falta de cocción, crudeza, indigestión ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.Epid.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.Coac.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.Pr.959b23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.GA 728a22, cf. PA 668b8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.Mete.381b9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος IG 42.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, διά ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.P.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.Facet.94, cf. Sm.Nu.11.20
c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.Mete.380a28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.Pr.862b5.