διάπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. -πλους<br /><b class="num">I</b> [[que navega]] διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando</i> A.<i>Pers</i>.382.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[trayecto por mar]], [[travesía]], [[navegación]] [[βραχύς]] ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.<i>Hisp</i>.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ [[Ἄβυδον]] εἶρξαι App.<i>Syr</i>.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.<i>Pers</i>.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. <i>AP</i> 7.666 (Antip.Thess.).<br /><b class="num">2</b> concr. [[paso para la navegación]], [[bocana]] δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves</i> Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.<i>Criti</i>.118e.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλοος Medium diacritics: διάπλοος Low diacritics: διάπλοος Capitals: ΔΙΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diáploos Transliteration B: diaploos Transliteration C: diaploos Beta Code: dia/ploos

English (LSJ)

ον, contr. διά-πλους, ουν,    I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382.    II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31.    2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8.    3 cross-channel, Pl.Criti.118e.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόποςμέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.

French (Bailly abrégé)

1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): át. -πλους
I que navega διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando A.Pers.382.
II subst. ὁ δ.
1 trayecto por mar, travesía, navegación βραχύς ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.Hisp.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι App.Syr.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.Pers.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. AP 7.666 (Antip.Thess.).
2 concr. paso para la navegación, bocana δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.Criti.118e.