ἐδώδιμος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐδωδή]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐδωδή]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]<br /><b class="num">1</b> [[comestible]] de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.<i>Oec</i>.7.36, cf. Plu.2.968a, <i>BGU</i> 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐδώδιμον [[lo comestible]], [[la parte comestible]] de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.<i>HP</i> 7.13.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐδώδιμα [[los comestibles]], [[los alimentos]] τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.<i>Cael</i>.295<sup>b</sup>33, cf. <i>Rh</i>.1373<sup>a</sup>30, Thphr.<i>CP</i> 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον [[ἄλλος]] ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.<i>Asin</i>.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.<i>Beat</i>.113.24.<br /><b class="num">2</b> [[preparado para ser comido]] op. ‘crudo’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.<i>Or</i>.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[que está permitido comerlo]] τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.<i>AI</i> 1.334.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδώδιμος Medium diacritics: ἐδώδιμος Low diacritics: εδώδιμος Capitals: ΕΔΩΔΙΜΟΣ
Transliteration A: edṓdimos Transliteration B: edōdimos Transliteration C: edodimos Beta Code: e)dw/dimos

English (LSJ)

ον, Thphr.CP6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—

   A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc.    II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.

German (Pape)

[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]
1 comestible de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.Oec.7.36, cf. Plu.2.968a, BGU 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.Abst.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐδώδιμον lo comestible, la parte comestible de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.HP 7.13.8
subst. τὰ ἐδώδιμα los comestibles, los alimentos τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.Cael.295b33, cf. Rh.1373a30, Thphr.CP 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.Asin.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.Beat.113.24.
2 preparado para ser comido op. ‘crudo’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.Or.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.
3 que está permitido comerlo τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.AI 1.334.