ἐκπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_9)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπήγνῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· [[κυρίως]] ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.
|lstext='''ἐκπήγνῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· [[κυρίως]] ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr. [[helar]] ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.<i>Vent</i>.7.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[helarse completamente]] τὸ μὲν [[αὐτοῦ]] λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.<i>Aër</i>.8, de ciertos moluscos, Arist.<i>HA</i> 603<sup>a</sup>27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.<i>CP</i> 5.14.3, cf. 13.5, <i>HP</i> 4.14.13, <i>Fr</i>.171.8.<br /><b class="num">2</b> [[cristalizar]] οἱ ἅλες Str.7.5.11.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπήγνῡμι Medium diacritics: ἐκπήγνυμι Low diacritics: εκπήγνυμι Capitals: ΕΚΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: ekpḗgnymi Transliteration B: ekpēgnymi Transliteration C: ekpignymi Beta Code: e)kph/gnumi

English (LSJ)

(

   A -ύω Plu.2.978b), make stiff or torpid, l.c. ; esp. of frost, congeal, freeze, Thphr.CP5.14.2 :—Pass., become stiff, congeal, Str. 7.5.11 ; to be frozen, frost-bitten, Thphr.HP5.14.3.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πήγνυμι), fest, dicht machen, erstarren machen; τῆς νάρκης δύναμιν οὐ μόνον τοὺς θιγόντας αὐτῆς ἐκπηγνύουσαν Plut. sol. an. 27; vom Salz, Strab. VII p. 317. Bes. vom Frost, Theophr.; – pass., gefrieren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπήγνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· κυρίως ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, γίνομαι τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.

Spanish (DGE)

I tr. helar ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.Vent.7.
II intr. en v. med.
1 helarse completamente τὸ μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.Aër.8, de ciertos moluscos, Arist.HA 603a27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.CP 5.14.3, cf. 13.5, HP 4.14.13, Fr.171.8.
2 cristalizar οἱ ἅλες Str.7.5.11.