ἀρτοπώλιον: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -εῖον Pall.<i>H.Laus</i>.37.7, Poll.7.21, Sud.<br />[[panadería]] Ar.<i>Ra</i>.112, <i>Fr</i>.1, Philostr.<i>VS</i> 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπώλιον Medium diacritics: ἀρτοπώλιον Low diacritics: αρτοπώλιον Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: artopṓlion Transliteration B: artopōlion Transliteration C: artopolion Beta Code: a)rtopw/lion

English (LSJ)

τό,

   A baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.