ἁπτικός: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_10) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπτικός''': -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ [[ἐπιτήδειος]] ἅπτεσθαί τινος, [[ἀνάγκη]] γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ [[μῖξις]], [[εἶναι]] ταῦτ’ [[ἀλλήλων]] ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ [[αἴσθησις]], ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· [[ἄνευ]] τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων [[αὐτόθι]] 2. 3. 8· [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2. | |lstext='''ἁπτικός''': -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ [[ἐπιτήδειος]] ἅπτεσθαί τινος, [[ἀνάγκη]] γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ [[μῖξις]], [[εἶναι]] ταῦτ’ [[ἀλλήλων]] ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ [[αἴσθησις]], ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· [[ἄνευ]] τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων [[αὐτόθι]] 2. 3. 8· [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sensible al tacto]] γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.<i>PA</i> 660<sup>a</sup>21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.<i>GC</i> 322<sup>b</sup>27.<br /><b class="num">2</b> [[que actúa sobre]] c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.<br /><b class="num">3</b> [[referente al sentido del tacto]] [[αἴσθησις]] Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>9, Alex.Aphr.<i>Pr.Praef</i>., [[δύναμις]] Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἁπτικόν [[el sentido del tacto]] Arist.<i>de An</i>.415<sup>a</sup>3, Plu.2.898e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma sensible al tacto]] ἐνεργεῖν Olymp.<i>in Alc</i>.40.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἅπτομαι)
A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27. 2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C. 3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
German (Pape)
[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
•subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.