διάχλωρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(6_17)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάχλωρος''': -ον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.
|lstext='''διάχλωρος''': -ον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[verde]], [[de color verde o verdoso]] (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος [[αἱματίτης]] λίθος Ph.Byz.<i>Mir</i>.2.3, de joyas <i>Stud.Pal</i>.20.5.6 (II d.C.), <i>BGU</i> 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. <i>T.Sal</i>.13.5 (ap. crít.).
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάχλωρος Medium diacritics: διάχλωρος Low diacritics: διάχλωρος Capitals: ΔΙΑΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: diáchlōros Transliteration B: diachlōros Transliteration C: diachloros Beta Code: dia/xlwros

English (LSJ)

ον,

   A of translucent green, λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, dub. in Gal.18(1).495; of a garment, CPR24.6 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

διάχλωρος: -ον, ἔχων τὸ χρῶμα ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.

Spanish (DGE)

-α, -ον
verde, de color verde o verdoso (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος αἱματίτης λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, de joyas Stud.Pal.20.5.6 (II d.C.), BGU 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. T.Sal.13.5 (ap. crít.).