ἀναμέτρησις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer, d’apprécier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer, d’apprécier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[medición]], [[medida]] τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero <i>Dioptr</i>.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ <i>POxy</i>.918.11.14 (II a.C.), σπόρου <i>PTeb</i>.288.4 (III a.C.), σχοινίου <i>PFlor</i>.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.<i>Myst</i>.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida</i> Horap.2.13, cf. <i>PCair</i>.8.8.10 (IV a.C.), <i>PCair.Isidor</i>.12.29 (IV a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[valoración]] πρὸς [[ἀργύριον]] ... τῆς εὐδαιμονίας ... [[ἀναμέτρησις]] Plu.<i>Sol</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[cómputo]] τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.<i>in CA</i> 19.7.<br /><b class="num">3</b> [[pago]] πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta</i>, <i>PPanop</i>.2.5 (IV a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμέτρησις Medium diacritics: ἀναμέτρησις Low diacritics: αναμέτρησις Capitals: ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: anamétrēsis Transliteration B: anametrēsis Transliteration C: anametrisis Beta Code: a)name/trhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A measurement, τῆς γῆς Str.1.1.20, cf. POxy.918xi14 (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων Iamb.Myst.9.4.    2 estimate, τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι Plu.Sol.27, cf. Hierocl.in CA19p.461M.

German (Pape)

[Seite 198] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμέτρησις: -εως, ἡ, καταμέτρησις, τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) ἐκτίμησις πράγματός τινος παραβαλλομένου πρός τι, «εἰ μὴ πρὸς ἀργύριον πολὺ μηδὲ χρυσίον τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer, d’apprécier.
Étymologie: ἀναμετρέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medición, medida τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero Dioptr.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ POxy.918.11.14 (II a.C.), σπόρου PTeb.288.4 (III a.C.), σχοινίου PFlor.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.Myst.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida Horap.2.13, cf. PCair.8.8.10 (IV a.C.), PCair.Isidor.12.29 (IV a.C.).
2 fig. valoración πρὸς ἀργύριον ... τῆς εὐδαιμονίας ... ἀναμέτρησις Plu.Sol.27
cómputo τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.in CA 19.7.
3 pago πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta, PPanop.2.5 (IV a.C.).