ἀρετόομαι: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(6_20)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρετόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ἐνάρετος]], [[προκόπτω]] ἐν τῇ ἀρετῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κακύνομαι, ἡ ψυχὴ τοῖς μὲν χείροσιν ὀρέξεων εἴδεσι κακυνομένη, τοῖς δὲ κρείττοσιν ἀρετουμένη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 37. 2.
|lstext='''ἀρετόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ἐνάρετος]], [[προκόπτω]] ἐν τῇ ἀρετῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κακύνομαι, ἡ ψυχὴ τοῖς μὲν χείροσιν ὀρέξεων εἴδεσι κακυνομένη, τοῖς δὲ κρείττοσιν ἀρετουμένη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 37. 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[crecer en excelencia]] Simp.<i>in Epict</i>.10, <i>in Ph</i>.1066.5.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρετόομαι Medium diacritics: ἀρετόομαι Low diacritics: αρετόομαι Capitals: ΑΡΕΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: aretóomai Transliteration B: aretoomai Transliteration C: aretoomai Beta Code: a)reto/omai

English (LSJ)

[ᾰ], Pass.,

   A become excellent, grow in goodness, Simp. in Epict.p.10D., Id.in Ph.1066.5.

German (Pape)

[Seite 349] gedeihen, Ggstz von κακύνομαι, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρετόομαι: παθ., γίνομαι ἐνάρετος, προκόπτω ἐν τῇ ἀρετῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κακύνομαι, ἡ ψυχὴ τοῖς μὲν χείροσιν ὀρέξεων εἴδεσι κακυνομένη, τοῖς δὲ κρείττοσιν ἀρετουμένη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 37. 2.

Spanish (DGE)

crecer en excelencia Simp.in Epict.10, in Ph.1066.5.