ἀπομερίζω: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> détacher une part;<br /><b>2</b> distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μερίζω]]. | |btext=<b>1</b> détacher une part;<br /><b>2</b> distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μερίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> c. ac. de abstr. y a veces gen. [[distinguir]], [[poner aparte]] ἃ δὴ ... ἀπομερίζων Pl.<i>Plt</i>.304a, en v. pas. ἑτέρων συγγενῶν ἀπεμερίσθη (el arte de tejer) fue separada de otras afines</i> Pl.<i>Plt</i>.280b<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. o cosa y gen. [[separar]], [[apartar]] ἑαυτοὺς τῆς τούτου ὁμιλίας Hierocl.<i>in CA</i> 24.12, (ψώμισμα) τῆς [[αὑτοῦ]] τροφῆς Plu.2.320d, τὴν μεγάλην (ἀρτηρίαν) ... ἀπομερίζειν ἑαυτῆς ἁπάσας τὰς ... ἀρτηρίας Gal.5.199<br /><b class="num">•</b>[[distinguir]] τοὺς ... βουλευτὰς διὰ τοῦ βουλῇ A.D.<i>Synt</i>.42.19<br /><b class="num">•</b>gram. [[asignar]] εἰς τὰ πρόσωπα A.D.<i>Adu</i>.205.15.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[elegir]], [[seleccionar]] en v. pas. [[ἀριστίνδην]] ἀπομερισθὲν [[δικαστήριον]] un tribunal seleccionado por méritos</i> Pl.<i>Lg</i>.855d, κατὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως πρὸς τὴν πράξιν ἀπομερίζονταί τινες Plb.10.16.2, cf. en v. act. τῶν Κελτῶν εἰς δισχιλίους Plb.8.30.1.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. o abstr. y dat. [[asignar]], [[conceder]] τῆς δυνάμεως ... τῷ ... Ἄννωνι πεζοὺς μυρίους Plb.3.35.5, δεκάτην αὐτοῖς I.<i>AI</i> 4.69, δόσιν ... τοῖς ὑπηρέταις Aristeas 26, τοῖς ἐπὶ ποσὸν ἀμπλακίσκουσι συγγνώμας ἀπομερίζουσα Diotog.p.75.1, cf. <i>BGU</i> 993.2.12, M.Ant.12.32.<br /><b class="num">4</b> c. ac. y prep. de ac. [[reservar]] χρόνον ... πρὸς ἐντεύξεις Plb.16.21.8<br /><b class="num">•</b>[[distribuir]] τοὺς μὲν ἐπὶ τὴν νομὴν τῶν θρεμμάτων ... τοὺς δ' ἐπὶ τὴν σιτολογίαν Plb.3.101.9, c. solo ac. οἱ λοιποὶ ... ἀπομερίσουσι τὰ ἐγκλίματα ἐν τοῖς βάθεσι τῶν πύργων Bito 56.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A divide off, separate, Pl.Plt.304a; ἑαυτοὺς τῆς ὁμιλίας Hierocl. in CA 24p.472M.:—Pass., to be distinguished, ἑτέρων συγγενῶν Pl.Plt.280b. 2 detail for special service, Plb.8.30.1; πρός or ἐπί τι, Id.3.101.9, 16.21.8:—Pass., πρός τι, Id.10.16.2; ἀπομερισθῆναι ἀριστίνδην to be selected by merit, Pl.Lg.855d:—also in Act., take as one's special province, Bito 56.3. b assign a detachment to a commander, τῆς δυνάμεώς τινι Plb.3.35.5. 3 impart, δεκάτην τινί J.AJ4.4.4. 4 send out branches, [ἡ ἀορτὴ] ἀ. ἑαυτῆς ἁπάσας τὰς ἀρτηρίας Gal.5.199.
German (Pape)
[Seite 314] abtheilen, trennen, τινός Plat. Polit. 280 b; aussondern, auswählen, ἀριστίνδην ἀπομερισθῆναι Legg. IX, 855 b; τῆς δυνάμεως τῷ Ἄννωνι μυρίους πεζούς Pol. 3, 35; πρός τι, einen Theil des Heeres wozu abschicken, detachiren, 3, 101, u. öfter; med., ἑκάστης ἡμέρας πρὸς τὴν πρᾶξιν ἀπομερίζονται τῶν ἀνδρῶν 10, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποχωρίζω ἢ διακρίνω ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι ἀριστίνδην, ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, ἀποχωρίζω, ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) μεταδίδωμι, τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5.
French (Bailly abrégé)
1 détacher une part;
2 distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..
Étymologie: ἀπό, μερίζω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de abstr. y a veces gen. distinguir, poner aparte ἃ δὴ ... ἀπομερίζων Pl.Plt.304a, en v. pas. ἑτέρων συγγενῶν ἀπεμερίσθη (el arte de tejer) fue separada de otras afines Pl.Plt.280b
•c. ac. de pers. o cosa y gen. separar, apartar ἑαυτοὺς τῆς τούτου ὁμιλίας Hierocl.in CA 24.12, (ψώμισμα) τῆς αὑτοῦ τροφῆς Plu.2.320d, τὴν μεγάλην (ἀρτηρίαν) ... ἀπομερίζειν ἑαυτῆς ἁπάσας τὰς ... ἀρτηρίας Gal.5.199
•distinguir τοὺς ... βουλευτὰς διὰ τοῦ βουλῇ A.D.Synt.42.19
•gram. asignar εἰς τὰ πρόσωπα A.D.Adu.205.15.
2 c. ac. de pers. elegir, seleccionar en v. pas. ἀριστίνδην ἀπομερισθὲν δικαστήριον un tribunal seleccionado por méritos Pl.Lg.855d, κατὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως πρὸς τὴν πράξιν ἀπομερίζονταί τινες Plb.10.16.2, cf. en v. act. τῶν Κελτῶν εἰς δισχιλίους Plb.8.30.1.
3 c. ac. de pers. o abstr. y dat. asignar, conceder τῆς δυνάμεως ... τῷ ... Ἄννωνι πεζοὺς μυρίους Plb.3.35.5, δεκάτην αὐτοῖς I.AI 4.69, δόσιν ... τοῖς ὑπηρέταις Aristeas 26, τοῖς ἐπὶ ποσὸν ἀμπλακίσκουσι συγγνώμας ἀπομερίζουσα Diotog.p.75.1, cf. BGU 993.2.12, M.Ant.12.32.
4 c. ac. y prep. de ac. reservar χρόνον ... πρὸς ἐντεύξεις Plb.16.21.8
•distribuir τοὺς μὲν ἐπὶ τὴν νομὴν τῶν θρεμμάτων ... τοὺς δ' ἐπὶ τὴν σιτολογίαν Plb.3.101.9, c. solo ac. οἱ λοιποὶ ... ἀπομερίσουσι τὰ ἐγκλίματα ἐν τοῖς βάθεσι τῶν πύργων Bito 56.3.