ἄτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se détourne pas, immobile, immuable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui ne s’émeut pas, indifférent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τρέπω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se détourne pas, immobile, immuable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui ne s’émeut pas, indifférent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τρέπω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmutable]], [[inalterable]] de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.<i>SD</i> 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.<i>Hom</i>.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.<i>M</i>.10.334<br /><b class="num">•</b>[[firme]], [[constante]] φρόνημα I.<i>BI</i> 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, [[αἴσθησις]] S.E.<i>M</i>.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.<i>Her</i>.46.18, νεύματα Nonn.<i>D</i>.17.49<br /><b class="num">•</b>de pers. [[impasible]], [[indiferente]] οὐδεὶς ἄ. Sm.<i>Ib</i>.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.<i>Alc</i>.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.<i>VH</i> 2.23, Μοῖρα Ἄ. <i>Theol.Ar</i>.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, <i>IG</i> 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.<i>Arc</i>.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes <i>Io</i>.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes <i>Io</i>.2.17<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[indiferente ante]] Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.<i>Im</i>.2.15.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[inmutabilidad]] ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον [[αὐτοῦ]] τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite cambio]], [[irreparable]] ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.<br /><b class="num">3</b> [[no transformado]], [[no digerido]] ἡ τροφὴ [[ἄπεπτος]], ἄ. Aret.<i>CD</i> 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ [[ἀνάδοσις]] Aret.<i>SD</i> 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inmutablemente]] ἀ. ἔχει Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1284A<br /><b class="num">•</b>[[inflexible]], [[rígidamente]], [[inexorablemente]] οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.<i>BI</i> 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.<i>Ep</i>.79.<br /><b class="num">2</b> [[sin vacilación]] τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.<i>NA</i> 17.17.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρεπτος Medium diacritics: ἄτρεπτος Low diacritics: άτρεπτος Capitals: ΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: átreptos Transliteration B: atreptos Transliteration C: atreptos Beta Code: a)/treptos

English (LSJ)

ον,

   A unchangeable, opp. παθητός, οὐσία Chrysipp.Stoic. 2.158; unmoved, inflexible, Arist.Mu.401b19; irreparable, φόνος A.R. 4.704; Μοῖρα IG9(2).317, cf. 14.1839; ἀτρέπτους κἀπαραιτήτους Phld. D.1.18; ἄ. τὸ πρόσωπον Luc.VH2.23; ἄ. πρὸς κινδύνους J.BJ7.8.7; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν indifferent to ill-repute, not caring, Plu.Alc.13. Adv. -τως Ph.2.87, J.BJ7.9.1; without hesitation, D.S.34.2, Ael. NA17.17:—also ἀτρεμ-πτί, Hdn.Epim.256.    II Medic., of food, undigested, Aret.SD1.16, Gal.16.800.

German (Pape)

[Seite 388] unverwandt, unerschütterlich, πρόσωπον Plut. Poplic. 17; τὸ πρ. ἄτρεπτος ἦν, er veränderte keine Miene, Luc. Ver. H. 2, 23; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν, er lehrte sich nicht daran, Plut. Alc. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se détourne pas, immobile, immuable;
2 fig. qui ne s’émeut pas, indifférent.
Étymologie: ἀ, τρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmutable, inalterable de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.Stoic.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.SD 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.Hom.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.M.10.334
firme, constante φρόνημα I.BI 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, αἴσθησις S.E.M.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.Her.46.18, νεύματα Nonn.D.17.49
de pers. impasible, indiferente οὐδεὶς ἄ. Sm.Ib.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.Alc.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.VH 2.23, Μοῖρα Ἄ. Theol.Ar.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, IG 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.Arc.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.Haer.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes Io.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes Io.2.17
c. gen. indiferente ante Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.Im.2.15.4
subst. τὸ ἄ. inmutabilidad ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον αὐτοῦ τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.Strom.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.
2 que no admite cambio, irreparable ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.Mu.401b19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.
3 no transformado, no digerido ἡ τροφὴ ἄπεπτος, ἄ. Aret.CD 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ ἀνάδοσις Aret.SD 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.
II adv. -ως
1 inmutablemente ἀ. ἔχει Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1284A
inflexible, rígidamente, inexorablemente οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.BI 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.Ep.79.
2 sin vacilación τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.NA 17.17.