βαλανεύς: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />patron <i>ou</i> garçon de bain.<br />'''Étymologie:''' [[βαλανεῖον]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />patron <i>ou</i> garçon de bain.<br />'''Étymologie:''' [[βαλανεῖον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βᾰλᾰνεύς) -έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [át. nom. plu. βαλανῆς Ar.<i>Au</i>.491; gen. sg. βαλαναίος <i>ISmyrna</i> 503 (imper.)]<br />[[bañero]] ἔστιν [[ἄξιος]], πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναι Ar.<i>Eq</i>.1403, ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι, σκυτῆς, βαλανῆς Ar.<i>Au</i>.490, ὁ πονηρότατος β. Ar.<i>Ra</i>.710, cf. <i>Pl</i>.955, <i>IEphesos</i> 2.21 (IV a.C.), <i>PSI</i> 584.7 (III a.C.), ὁ Θρασύμαχος ἐν νῷ εἶχεν ἀπιέναι, ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον Pl.<i>R</i>.344d, cf. <i>UPZ</i> 158a.38, ὥσπερ ὄνος βαλανέως ξύλα καὶ φρύγανα κατακομίζων Plu.2.525e, cf. 235a, Alciphr.3.40.3, τὸν ποταμόν, βαλανεῦ, τίς ἐτείχισε; <i>AP</i> 9.617.1, cf. 11.243.5 (Nicarco), <i>PMich</i>.619.1, 4, 15 (II d.C.), <i>PBerl.Borkowski</i> A2.18, 19, 5.2 (III/IV d.C.), <i>POxy</i>.2006.2 (V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a los que se meten en lo que no les importa [[cotilla]] Diogenian.1.3.64, [[βαλανεύς]]· πολυπράγμων, περίεργος Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la raíz *<i>g<sup>u̯</sup>elH<sup>i̯</sup>1</i> en grado ø y α, cf. [[βάλλω]]. Tb. se ha rel. mic. <i>qe-ra-na</i> ‘vasija de agua caliente’, de *<i>g<sup>u̯</sup>her</i>- ‘caliente’. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A bath-man, Ar.Eq.1403, Ra.710, Pl.R.344d, etc.: prov., βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Diogenian.3.64.
German (Pape)
[Seite 428] ὁ (schwerlich mit βάλανος zshgd), der Bader, Ar. Av. 491 u. öfter; Plat. Rep. I, 344 d u. Folgende. Er ist zugleich Bartscherer u. stutzt das Haupthaar u. die Nägel. Die Glossen der VLL. πολυπράγμων, περίεργος zeigen, daß ihre Schwatzhaftigkeit u. unnütze Geschäftigkeit zum Sprichwort geworden.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνεύς: έως, ὁ, ὁ τοῦ λουτροῦ ὑπηρέτης, Λατ. balneator, ὅστις ὤφειλε νὰ κείρῃ τὴν κόμην καὶ τὸν πώγωνα καὶ τοὺς ὄνυχας νὰ ἀποκόπτῃ καὶ νὰ παρέχῃ ῥύμματα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1403, Βατρ. 710, Πλάτ., κτλ. Παροιμιώδης ἦτο ἡ πρόθυμος αὐτῶν φλυαρία, ὡς ἡ τῶν κουρέων, - βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
patron ou garçon de bain.
Étymologie: βαλανεῖον.
Spanish (DGE)
(βᾰλᾰνεύς) -έως, ὁ
• Morfología: [át. nom. plu. βαλανῆς Ar.Au.491; gen. sg. βαλαναίος ISmyrna 503 (imper.)]
bañero ἔστιν ἄξιος, πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναι Ar.Eq.1403, ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι, σκυτῆς, βαλανῆς Ar.Au.490, ὁ πονηρότατος β. Ar.Ra.710, cf. Pl.955, IEphesos 2.21 (IV a.C.), PSI 584.7 (III a.C.), ὁ Θρασύμαχος ἐν νῷ εἶχεν ἀπιέναι, ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον Pl.R.344d, cf. UPZ 158a.38, ὥσπερ ὄνος βαλανέως ξύλα καὶ φρύγανα κατακομίζων Plu.2.525e, cf. 235a, Alciphr.3.40.3, τὸν ποταμόν, βαλανεῦ, τίς ἐτείχισε; AP 9.617.1, cf. 11.243.5 (Nicarco), PMich.619.1, 4, 15 (II d.C.), PBerl.Borkowski A2.18, 19, 5.2 (III/IV d.C.), POxy.2006.2 (V/VI d.C.)
•fig. ref. a los que se meten en lo que no les importa cotilla Diogenian.1.3.64, βαλανεύς· πολυπράγμων, περίεργος Hsch.
• Etimología: De la raíz *gu̯elHi̯1 en grado ø y α, cf. βάλλω. Tb. se ha rel. mic. qe-ra-na ‘vasija de agua caliente’, de *gu̯her- ‘caliente’.