βαρυκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_16)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠκάρδιος''': -ον, [[βαρύς]], [[ἀναίσθητος]] τὴν καρδίαν, [[ὀκνηρός]], Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.
|lstext='''βᾰρῠκάρδιος''': -ον, [[βαρύς]], [[ἀναίσθητος]] τὴν καρδίαν, [[ὀκνηρός]], Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰρῠκάρδιος) -ον<br />[[duro de corazón]], [[obstinado]] υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; LXX <i>Ps</i>.4.3, [[ἄνθρωπος]] <i>A.Petr.et Andr</i>.18, ἡ β. ἡμῶν [[γενεά]] Gr.Nyss.<i>Ep</i>.3.7, β. ... ἐσμός ... βαρυζήλων Φαρισαίων Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.4.1, κόσμος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.23, βαρυκαρδίους τοὺς ἀπίστους ... ὠνόμασεν Thdt.M.80.892A, Hsch.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[obstinación]] de los judíos al rechazar a Cristo, Didym.M.39.1165D.
}}
}}

Revision as of 12:20, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκάρδιος Medium diacritics: βαρυκάρδιος Low diacritics: βαρυκάρδιος Capitals: ΒΑΡΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: barykárdios Transliteration B: barykardios Transliteration C: varykardios Beta Code: baruka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A heavy, slow of heart, LXXPs.4.2.

German (Pape)

[Seite 434] schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠκάρδιος: -ον, βαρύς, ἀναίσθητος τὴν καρδίαν, ὀκνηρός, Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠκάρδιος) -ον
duro de corazón, obstinado υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; LXX Ps.4.3, ἄνθρωπος A.Petr.et Andr.18, ἡ β. ἡμῶν γενεά Gr.Nyss.Ep.3.7, β. ... ἐσμός ... βαρυζήλων Φαρισαίων Nonn.Par.Eu.Io.4.1, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.17.23, βαρυκαρδίους τοὺς ἀπίστους ... ὠνόμασεν Thdt.M.80.892A, Hsch.
neutr. subst. obstinación de los judíos al rechazar a Cristo, Didym.M.39.1165D.