γλία: Difference between revisions
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(6_9) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41. | |lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cola]], [[goma]] Hsch., Eust.1560.32, <i>EM</i> 234.24G., cf. [[γλοιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.
Greek (Liddell-Scott)
γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.