γρόνθος: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(6_15) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρόνθος''': ὁ, μεταγ. [[λέξις]], =[[πυγμή]], ὁ [[γρόνθος]], [[κόνδυλος]], «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.˙ γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219˙ γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, [[κτύπημα]] ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2˙ -γρ. [[παλαστιαῖος]]=[[σπιθαμή]], Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. [[λίθος]] ἢ [[ὄγκος]] προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ. | |lstext='''γρόνθος''': ὁ, μεταγ. [[λέξις]], =[[πυγμή]], ὁ [[γρόνθος]], [[κόνδυλος]], «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.˙ γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219˙ γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, [[κτύπημα]] ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2˙ -γρ. [[παλαστιαῖος]]=[[σπιθαμή]], Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. [[λίθος]] ἢ [[ὄγκος]] προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[puño]] προ[σέ] παισομ (<i>sic</i>) μοι εἰς τὴν πλευρὰν τοῖ[ς] γρόνθοις <i>PMich</i>.229.27 (I d.C.), δακτύλους ... εἰς γρόνθον συστρέφοντες Eust.1322.39, cf. Moer.295, Tz.<i>ad Lyc</i>.981, glos. en <i>POxy</i>.1099.18, <i>Gloss</i>.2.164.<br /><b class="num">2</b> [[puñetazo]] μὴ ἀποδιδόντες ... γρόνθον ἀντὶ γρόνθου no devolviendo golpe por golpe</i> Polyc.Sm.<i>Ep</i>.2.2, με κατέκτι[να] ν γρόνθοις τε καὶ λακτί[σ] μασιν <i>PAmh</i>.141.10 (IV d.C.), cf. Aq.<i>Is</i>.58.4.<br /><b class="num">3</b> el [[puño como medida de longitud]], sinón. de παλαιστής Aq.<i>Id</i>.3.16, Hero <i>Geom</i>.4.11.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Gener. se rel. aaa. <i>koimman</i> ‘apretar’, lat. <i>gremium</i> que sería de la misma r. que [[ἀγείρω]] q.u. en grado <i>o</i> c. suf. nasal y -<i>dh</i>-. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = πυγμή, fist, Gloss. Oxy.1099.18, Hsch., etc.; κατέκτειναν γρόνθοις καὶ λακτίσμασι PAmh.2.141.10 (iv A. D.); γρόνθῳ παίσας Sch.Il.2.220; γ. παλαστιαῖος, = σπιθαμή, Aq.Jd.3.16, al., cf. Hero *Geom.4.11. II spoke on a machine, Ps.-Apollod.Poliorc. p.46 Thévenot.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, = κόνδυλος, die geballte Faust, Sp. hellenistisch für πύξ, nach Moeris; vgl. Eust. 1322, 40. – Bei Maschinen die gewölbte Schildkrampe, = χελώνιον; auch eine hervorstehende Ecke, Sprosse, auf die man treten kann. Bei Hero = παλαιστή, als Längenmaaß.
Greek (Liddell-Scott)
γρόνθος: ὁ, μεταγ. λέξις, =πυγμή, ὁ γρόνθος, κόνδυλος, «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.˙ γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219˙ γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, κτύπημα ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2˙ -γρ. παλαστιαῖος=σπιθαμή, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. λίθος ἢ ὄγκος προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 puño προ[σέ] παισομ (sic) μοι εἰς τὴν πλευρὰν τοῖ[ς] γρόνθοις PMich.229.27 (I d.C.), δακτύλους ... εἰς γρόνθον συστρέφοντες Eust.1322.39, cf. Moer.295, Tz.ad Lyc.981, glos. en POxy.1099.18, Gloss.2.164.
2 puñetazo μὴ ἀποδιδόντες ... γρόνθον ἀντὶ γρόνθου no devolviendo golpe por golpe Polyc.Sm.Ep.2.2, με κατέκτι[να] ν γρόνθοις τε καὶ λακτί[σ] μασιν PAmh.141.10 (IV d.C.), cf. Aq.Is.58.4.
3 el puño como medida de longitud, sinón. de παλαιστής Aq.Id.3.16, Hero Geom.4.11.
• Etimología: Gener. se rel. aaa. koimman ‘apretar’, lat. gremium que sería de la misma r. que ἀγείρω q.u. en grado o c. suf. nasal y -dh-.