διαπλόω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6_1) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπλόω''': [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτυλίσσω]], Γρηγ. Νύσσ., Εὐσ.· διαπλοῦσθαι, διάφ. γραφ. ἀντὶ διαπνεῖσθαι, Ξεν. Συμπ. 2, 2, πρβλ. Ἀθήν. 504D. | |lstext='''διαπλόω''': [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτυλίσσω]], Γρηγ. Νύσσ., Εὐσ.· διαπλοῦσθαι, διάφ. γραφ. ἀντὶ διαπνεῖσθαι, Ξεν. Συμπ. 2, 2, πρβλ. Ἀθήν. 504D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desplegar]], [[extender]] τι διήπλωσας καθ' ἡμῶν [[ἅπλωμα]] Al.<i>Ge</i>.38.29, τὰς ... χεῖρας πρὸς οὐρανόν Ast.Am.<i>Hom</i>.11.4.3, de Dios οὐρανὸν διαπλώσας Basil.M.29.329C, τὸ τῆς ἀφθαρσίας [[ἔνδυμα]] Gr.Nyss.M.46.420C, cf. <i>Hom.in Cant</i>.95.7.<br /><b class="num">2</b> part. pas. τὸ διηπλωμένον [[genérico]] τὸ δ. τῶν ἐκπωμάτων [[εἶδος]] la clase genérica de los recipientes para beber</i> Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.401.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A unfold, Heb.Ge.38.29; διαπλοῦσθαι v.l. for διαπνεῖσθαι, X.Smp.2.25 as quoted by Ath.11.504d.
German (Pape)
[Seite 596] auseinanderfallen, Sp. So hat Ath. XI, 504 d für διαπνεῖσθαι in der aus Xen. Symp. 2, 25 angeführten Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλόω: ἀναπτύσσω, ἐκτυλίσσω, Γρηγ. Νύσσ., Εὐσ.· διαπλοῦσθαι, διάφ. γραφ. ἀντὶ διαπνεῖσθαι, Ξεν. Συμπ. 2, 2, πρβλ. Ἀθήν. 504D.
Spanish (DGE)
1 desplegar, extender τι διήπλωσας καθ' ἡμῶν ἅπλωμα Al.Ge.38.29, τὰς ... χεῖρας πρὸς οὐρανόν Ast.Am.Hom.11.4.3, de Dios οὐρανὸν διαπλώσας Basil.M.29.329C, τὸ τῆς ἀφθαρσίας ἔνδυμα Gr.Nyss.M.46.420C, cf. Hom.in Cant.95.7.
2 part. pas. τὸ διηπλωμένον genérico τὸ δ. τῶν ἐκπωμάτων εἶδος la clase genérica de los recipientes para beber Gr.Nyss.Hom.in Cant.401.13.