διανυκτερεύω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=passer toute la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νυκτερεύω]]. | |btext=passer toute la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νυκτερεύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[pasar la noche]], [[pernoctar]] c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.<i>Iob</i> 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.<i>AI</i> 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.<i>Ep</i>.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.<i>BI</i> 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ <i>Eu.Luc</i>.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie</i> del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, [[ἐνταῦθα]] διενυκτέρευσε Plu.<i>Aem</i>.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.<i>HG</i> 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.<br /><b class="num">2</b> [[permanecer en vela]], [[velar]] διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.<br /><b class="num">II</b> tr. [[pasar toda la noche haciendo]] πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.21 (p.30). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A pass the night, νύκτα X.HG5.4.3, cf. PTeb.268.73 (iii A.D.): abs., Ph.2.488, Plu.Aem.16, al.; ἐν τῇ προσευχῇ Ev.Luc. 6.12, cf. Hdn.1.16.5.
German (Pape)
[Seite 593] durchnachten, ἐκείνην τὴν νύκτα, Xen. Hall. 5, 4, 3, u. Sp.; Hdn. 5, 8, 15 ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου; τινί, mit etwas, Phalar. ep. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διανυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. διημερεύω.
French (Bailly abrégé)
passer toute la nuit.
Étymologie: διά, νυκτερεύω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasar la noche, pernoctar c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.Iob 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.AI 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.Ep.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.BI 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ Eu.Luc.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, ἐνταῦθα διενυκτέρευσε Plu.Aem.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.HG 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.
2 permanecer en vela, velar διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.
II tr. pasar toda la noche haciendo πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30).